τεταρταῖος

τεταρταῖος
τεταρτ-αῖος, [dialect] Aeol. [full] τετόρταιος Theoc.30.2, α, ον,
A on the fourth day, τ. γενέσθαι to be four days dead, Hdt.2.89;

ἀφικνεῖσθαι τεταρταίους Pl.R.616b

.
2 τ. πυρετός quartan fever, Id.Ti. 86a;

ῥῖγος POxy.1151.37

(v A.D.); so without πυρετός, Hp.Aph.2.25, POxy.1088.38 (i A.D.), etc.;

πυρετῷ καὶ τεταρταίῳ IG3.1424

; τ. πονεῖσθαι to have fits every four days, Hp.Judic.36;

ἑπτὰ τεταρταίῳ μῆνας ἔκαμνε πυρί Call.Aet.3.1.17

;

λύτρα τεταρταίοιο δυσαλγέος οὕνεκα παῦσαν Rev.Bibl.14.295

([place name] Lycia).
II τεταρταίη, = ἡ τετάρτη, the fourth day, Arat.806.
2 quartan fever, Orph.L.635.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεταρταῖος — on the fourth day masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταίος — α, ο / τεταρταῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και αιολ. και δωρ. τ. αρσ. τετόρταιος, Α 1. αυτός που γίνεται κάθε τέσσερεις μέρες («τεταρταῑον ρῑγος», πάπ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο τεταρταίος (στη νεοελλ. με ή χωρίς τη λ. πυρετός) ιατρ. μορφή ελονοσίας που… …   Dictionary of Greek

  • τεταρταίος — α, ο αυτός που συμβαίνει μετά τέσσερις ημέρες ή κάθε τέσσερις ημέρες: Τεταρταίος πυρετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεταρταῖον — τεταρταῖος on the fourth day masc acc sg τεταρταῖος on the fourth day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταῖα — τεταρταῖος on the fourth day neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταῖαι — τεταρταῖος on the fourth day fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταῖοι — τεταρταῖος on the fourth day masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταϊκός — ή, όν, ΜΑ [τεταρταῑος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τεταρταίο πυρετό («τεταρταϊκαὶ... περίοδοι», Αλέξ. Τραλλ.) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ τεταρταϊκός α) (ενν. πυρετός) ο τεταρταίος πυρετός β) άτομο που έχει προσβληθεί από τον παραπάνω πυρετό …   Dictionary of Greek

  • τεταρταία — τεταρταί̱ᾱ , τεταρταῖος on the fourth day fem nom/voc/acc dual τεταρταί̱ᾱ , τεταρταῖος on the fourth day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταίας — τεταρταί̱ᾱς , τεταρταῖος on the fourth day fem acc pl τεταρταί̱ᾱς , τεταρταῖος on the fourth day fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταρταίων — τεταρταί̱ων , τεταρταῖος on the fourth day fem gen pl τεταρταί̱ων , τεταρταῖος on the fourth day masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”